- αλεστοσύνη
- η [αλέστος]1. προθυμία, ετοιμότητα2. ευκινησία, σβελτάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέστος — η, ο 1. πρόθυμος, έτοιμος 2. γρήγορος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλέστα ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστοσύνη] … Dictionary of Greek